Μήνυση σε τράπεζα για τοκογλυφία με κάρτες




“Την ώρα που η κρίση υπερχρέωσης των καταναλωτών κορυφώνεται, για πρώτη φορά η ελληνική Δικαιοσύνη εξετάζει μήνυση εναντίον μεγάλης τράπεζας για τοκογλυφία με πιστωτικές κάρτες, ενώ η… βαλίτσα πηγαίνει αρκετά μακριά, αφού ο μηνυτής θίγει και το μείζον θέμα των παράνομων, όπως ισχυρίζεται, κερδών που αποκομίζουν οι τράπεζες με υπερβολικές χρεώσεις και στα οποία στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό οι ισολογισμοί τους.

Σύμφωνα με πληροφορίες, εδώ και ένα χρόνο βρίσκεται σε εξέλιξη η εισαγγελική έρευνα για τη μηνυτήρια αναφορά που υπέβαλε ο κ. Τάκης Χριστοδουλόπουλος, πρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Χρηματοπιστωτικών Ερευνών (ΕΙΧΕ) εναντίον γνωστής τράπεζας, δικηγορικών και εισπρακτικών εταιρειών, διεθνών εταιρειών πιστωτικών καρτών, της Τράπεζας της Ελλάδος και της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών.

Στην αναφορά του, ο γνωστός εκπρόσωπος καταναλωτών σε εκατοντάδες υποθέσεις διαμάχης με τράπεζες, αναφέρει γεγονότα και επισυνάπτει αποδεικτικά έγγραφα, μαζί με σημαντικό αριθμό δικαστικών αποφάσεων, που αναδεικνύουν και επιβεβαιώνουν αυτεπάγγελτα διωκόμενες αξιόποινες πράξεις, σχετικά με δύο πιστωτικές κάρτες δύο καταναλωτών που εκπροσωπεί.

Τονίζει όμως, ότι το θέμα είναι πολύ ευρύτερο, καθώς «η συγκεκριμένη τράπεζα έχει εκδώσει σε πελάτες της κατά τα τελευταία δεκαπέντε (15) χρόνια όμοιες ή περεμφερείς πιστωτικές κάρτες, σε συνολικό αριθμό που ξεπερνά το ένα εκατομμύριο (1.000.000) και με τους ίδιους ή περεμφερείς όρους και συμφωνίες».

Στη μηνυτήρια αναφορά τονίζεται ότι με διάφορες γνωστές μεθοδεύσεις, που κατ’ επανάληψη έχουν κριθεί ως καταχρηστικές από τα δικαστήρια, οι κάρτες των δύο καταναλωτών χρεώθηκαν με υπερβολικά υψηλά ποσά, ενώ η τράπεζα και οι δικηγόροι της διεκδίκησαν με δικαστικά μέσα αυτές τις παράνομες χρεώσεις: «προέβησαν σε ψευδείς εν γνώσει όλων τους ισχυρισμούς, τους οποίους υποστήριξαν με την επίκληση και προσαγωγή εγγράφων, στα οποία περιέχονταν εν μέρει μη νόμιμες αξιώσεις της τράπεζας, παραπλανώντας έτσι την δικαστή στην έκδοση διαταγής πληρωμής υπέρ των απόψεών της και σε βλάβη της περιουσίας ημών των πελατών της τράπεζας», τονίζει ο μηνυτής.

Το μεγαλύτερο ποσό των παράνομων, σύμφωνα με τη νομολογία, χρεώσεων αφορά υπολογισμό των τόκων με επιτόκια πολύ υψηλότερα από το δικαιοπρακτικό. «Η τράπεζα χρέωσε την κάρτα συνολικά για τόκους και ανατοκισμούς αυτών το ποσό των Ευρώ 3.940,36, ενώ οι νόμιμοι και αποδεκτοί τόκοι με βάση όχι το τραπεζικό επιτόκιο της κάρτας αλλά τα δικαιοπρακτικά επιτόκια που ίσχυσαν κατά καιρούς ήταν μόνο Ευρώ 1.195,42. Χρεώθηκε δηλαδή η καρτούχος με ποσό τόκων Ευρώ 2.975,82 ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΤΩΝ ΝΟΜΙΜΩΝ».

Σε σχέση με την Τράπεζα της Ελλάδος, ο μηνυτής τονίζει ότι «οι άδειες που έχουν λάβει οι τράπεζες, όπως και η κατηγορούμενη, έχουν όρους και προϋποθέσεις, μία από τις οποίες είναι η υποχρέωση να λειτουργούν τηρώντας την κείμενη νομοθεσία, τις διατάξεις και τις αποφάσεις περί πιστωτικών ιδρυμάτων (άρθρο 8). Τον βασικό αυτό όρο αδειοδότησης, οι τράπεζες με την συνεπή ανοχή της Τραπέζης της Ελλάδος, παραβιάζουν βάναυσα και διαχρονικά. Αυτό ισχύει και για την κατηγορούμενη ενώ η συνεπής και διαχρονική ανοχή της Τραπέζης της Ελλάδος Α.Ε. φέρεται να συνιστά παράβαση καθήκοντος».

Οι διαφορές μεταξύ νόμιμων και παράνομων χρεώσεων αποτελούν, κατά το μηνυτή, προϊόντα εγκλήματος, ενώ «το συνολικό ποσό των ποσών αυτών αποτελεί μέρος των εσόδων και των κερδών της τράπεζας, όπως παρουσιάζονται κάθε χρόνο στον ισολογισμό και στα αποτελέσματα χρήσης που ελέγχουν οι ορκωτοί λογιστές της τράπεζας και εγκρίνει το Διοικητικό Συμβούλιο. Έτσι, κάθε χρόνο, ο ισολογισμός και τα αποτελέσματα χρήσης ΔΕΝ απεικονίζουν ορθά την πραγματική οικονομική κατάσταση της τράπεζας αλλά είναι ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΑ και παραπλανούν το επενδυτικό κοινό (μετόχους της τράπεζας και γενικότερα τους επενδυτές). Η δε διανομή μερισμάτων που ακολουθεί, συνιστά νομιμοποίηση των εσόδων αυτών από τις παράνομες χρεώσεις στις κάρτες (και τα άλλα τοκοτεχνάσματα της τράπεζας)»!

Μάλιστα, ο μηνυτής σημειώνει, ότι αυτό το θέμα είχε θίξει ο ίδιος με την ιδιότητα του μετόχου σε συνέλευση των μετόχων της κατηγορούμενης τράπεζας, χωρίς να λάβει απάντηση από τη διοίκησή της, εκτός από μια προειδοποίηση ότι «θα τα πούμε στα δικαστήρια». Ποτέ, όμως, η διοίκηση της τράπεζας δεν προχώρησε σε δικαστικές ενέργειες, σημειώνει ο μηνυτής.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι στη μηνυτήρια αναφορά του ο κ. Χριστοδουλόπουλος έχει επισυνάψει ως σχετικά έγγραφα δεκάδες δικαστικές αποφάσεις κατά των τραπεζών για παράνομες χρεώσεις, πολλές από τις οποίες είναι τελεσίδικες και αμετάκλητες. Η εξέλιξη της δικαστικής έρευνας αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς για πρώτη φορά η καταχρηστική συμπεριφορά των τραπεζών έναντι καταναλωτών ελέγχεται από την ποινική Δικαιοσύνη, σημειώνουν έγκριτοι νομικοί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Κάντε τα σχόλια σας κόσμια